- ὀθονοποιός
- ὀθονοποιός, ὁ,A v.l. for ὀθονιοποιός in Dsc.5.134.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οθονοποιός — ὀθονοποιός, ὁ (Α) (εσφ. γρφ.) οθονιοποιός* … Dictionary of Greek